τμητικος

τμητικος
    τμητικός
    3
    1) режущий, острый
    

(σίδηρος Plut.; σῶμα Plat.)

    2) резкий
    

(πνεῦμα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "τμητικος" в других словарях:

  • τμητικός — able to cut masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικός — ή, ό / τμητικός, ή, όν, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το τμητικό (ρητ.) ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο λόγος διακόπτεται και μεταβαίνει από πρόσωπο σε πρόσωπο ή από πράγμα σε πράγμα αρχ. 1. ο κατάλληλος για τμήση 2. (για ψύχος ή οσμή) διαπεραστικός… …   Dictionary of Greek

  • τμητικά — τμητικός able to cut neut nom/voc/acc pl τμητικά̱ , τμητικός able to cut fem nom/voc/acc dual τμητικά̱ , τμητικός able to cut fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικώτερον — τμητικός able to cut adverbial comp τμητικός able to cut masc acc comp sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικωτέρων — τμητικός able to cut fem gen comp pl τμητικός able to cut masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικῶν — τμητικός able to cut fem gen pl τμητικός able to cut masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικόν — τμητικός able to cut masc acc sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικώτατα — τμητικός able to cut adverbial superl τμητικός able to cut neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικώτατον — τμητικός able to cut masc acc superl sg τμητικός able to cut neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικαί — τμητικός able to cut fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τμητικοῖς — τμητικός able to cut masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»